κατακρουστικός

κατακρουστικός
κατακρουστικός, -ή, -όν (Α)
[κατακρούω]
1. αυτός που χτυπά κάτι και τό πιέζει προς τα κάτω
2. (για οίνο) αυτός που καταπαύει τη θερμότητα και την οσμή άλλου οίνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακρουστικός — exercising downward pressure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”